- δαμασκηνώνω
- διακοσμώ αντικείμενο από σίδηρο ή χάλυβα με σύρματα από χρυσό ή άργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. damascene, damaskeenγαλλ. damasquinerιταλ. damaschinare)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαμασκήνωμα — το [δαμασκηνώνω] το αποτέλεσμα τής δαμασκήνωσης … Dictionary of Greek